ἁλώσιμος

ἁλώσιμος
ἁλώσιμος
easy to take
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… …   Dictionary of Greek

  • ἁλώσιμον — ἁλώσιμος easy to take masc/fem acc sg ἁλώσιμος easy to take neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωσίμοις — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωσίμου — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωσίμους — ἁλώσιμος easy to take masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωσίμων — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωσίμῳ — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώσιμα — ἁλώσιμος easy to take neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώσιμοι — ἁλώσιμος easy to take masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρέσιμος — η, ο (Α αἱρέσιμος, ον) [< αἱροῡμαι] νεοελλ. εκλέξιμος [< αἱρῶ] αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να κυριευθεί, αλώσιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”